-
1 εγκυλιω
1) (в чём-л.) катать(τὸν κύλινδρον Arst.)
2) med.-pass. кататься, валяться ; перен. утопать, без удержу предаваться(οἱ εἰς ἔρωτας ἐγκυλισθέντες Xen. - v. l. ἐκκυλισθέντες)
1 εγκυλιω
(τὸν κύλινδρον Arst.)
(οἱ εἰς ἔρωτας ἐγκυλισθέντες Xen. - v. l. ἐκκυλισθέντες)